- ἀρχετύπου
- ἀρχέτυπονneut gen sgἀρχέτυποςfirst-moulded as a patternmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TURRITA — cognomen Mariae Magdalenae, apud Hieronym. Ep. 16. ad Principiam, Qui si recordetur tres Marias stantes ante crucem, Mariamque proprie Magdalenam, quae ob sedulitatem et ardorem sidei, Turritae nomen accepit. et prima ante Apostolos Christum… … Hofmann J. Lexicon universale
αρχετυπικός — ή, ό αυτός που έχει την ιδιότητα του αρχετύπου … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
αιολόσφαιρα — Είδος αρχέτυπου ατμοστρόβιλου που κατασκευάστηκε από τον Αλεξανδρινό μαθηματικό και φυσικό Ήρωνα το 120 π.Χ. και με τον οποίο διακριβώθηκε για πρώτη φορά η κινητήρια δύναμη του ατμού. Ο Ρωμαίος μηχανικός Βιτρούβιος την ονόμαζε αιολιπίλη. Ήταν μια … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия